- υπερκατάληκτος
- -η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + καταλήγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκατάληκτος — hypercatalectic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατάληκτον — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem acc sg ὑπερκατάληκτος hypercatalectic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτου — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτων — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταλήκτῳ — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατάληκτα — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατάληκτοι — ὑπερκατάληκτος hypercatalectic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гиперкаталектика — (от др. греч. ὑπερκατάληκτος, содержащий лишнее количество слогов) в метрическом и силлабо тоническом стихосложении, понятие окончания стиха стопой, в состав которой включен дополнительный слог. Напр. гиперкаталектический дактилический… … Википедия